- παναθέσμιος
- παν-αθέσμιος, ον,A utterly lawless, cj. for sq. in Man. 4.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναθέσμιος — παναθέσμιος, ον (Α) πανάθεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek